tick-tock



Εγώ κολλάω - που να μην κόλλαγα
Εσύ κολλάς - ενίοτε
Αυτός κι αν κολλάει
Εμείς κολλάμε
Εσείς, πάλι, δεν κολλάτε με τίποτα

και άστα να πάνε στο διάολο.

Ετυμολογία: κόλλημα<αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό: κόλλημα ουδέτερο

ένωση με κολλητική ουσία
γερό κόλλημα να μη σου σπάσει
τεχνικό πρόβλημα διακοπής λειτουργίας
έμμονη ιδέα
επίμονο και εκνευριστικό πλησίασμα


κατάλαβες;
κατάλαβα να λες.

ΑκούωThe time is now

Comments